dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinanderbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
involvieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlingen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstricken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αποσυμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auskuppeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betreffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
losmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τυλίγω μπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlingen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich losmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstricken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεμπλέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wieder in Ordnung bringen
Ⓦ
Ⓖ
…