dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μπερδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μπερδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinanderbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μπερδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstricken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπερδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlingen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπερδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)