dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μεταποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umändern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umbilden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umkrempeln
Ⓦ
Ⓖ
…