dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μετακομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μετακομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befördern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μετακομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abtransportieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετακομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
den Wohnort wechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετακομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wegschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετακομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)