dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwarz werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bräunen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwarz machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
braun werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dunkel werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu erkennen sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwärzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)