dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ματαιώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποδεικνύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιζηματογένεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausfällen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)