dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
λιμοκτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
am Hungertuch nagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιμοκτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
darben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιμοκτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschmachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιμοκτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hunger leiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιμοκτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hungern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιμοκτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhungern
Ⓦ
Ⓖ
…