dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επικυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sanktionieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sanktionieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκρίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sanktionieren
Ⓦ
Ⓖ
…