dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κυριεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erobern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κυριεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bemächtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κυριεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυριεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwältigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)