dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καβαλικεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κυριαρχώ σε
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπέρκειμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κουμαντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξουσιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναλαμβάνω τον έλεγχο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασκώ έλεγχο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακατέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαφεντεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ελέγχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καβαλάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυριαρχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συγκρατούμαι κρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δεσπόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)