dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κρυώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρυώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erkälten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρυώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mir ist kalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρυώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erkälten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρυώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kalt sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρυώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kühlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρυώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kalt werden
Ⓦ
Ⓖ
…