dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besorgen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erledigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Ordnung bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
organisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beilegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
richten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
statuieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regulieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)