dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εφοδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versorgen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εφοδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausstatten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εφοδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφοδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφοδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beliefern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφοδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)