dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ερευνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untersuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ερευνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
suchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ερευνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
forschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ερευνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erforschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ερευνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermitteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ερευνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
filzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ερευνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchsuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)