dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιπλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
möblieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιπλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einrichten
Ⓦ
Ⓖ
…