dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επινοώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επινοώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erdichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επινοώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fingieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επινοώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausdenken
Ⓦ
Ⓖ
…