dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιζώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιβιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Überleben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)