dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καθαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Degradierung
Ⓦ
Ⓖ
…
υποβάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Degradierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έκπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Degradierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υποβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Degradierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απο(ικο)δόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Degradierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Degradierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Degradierung
Ⓦ
Ⓖ
…