dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εμπιστεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εμπιστεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anvertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμπιστεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμπιστεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überantworten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμπιστεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)