dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εμβαθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμβαθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertiefen
Ⓦ
Ⓖ
…