dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μαγειρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kochen
Ⓦ
Ⓖ
…
μαγειρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μαγειρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kochkunst
Ⓦ
Ⓖ
…