dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
εκτρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hinreißen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκτρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)