dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γεφυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überbrücken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκμεταλλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überbrücken
Ⓦ
Ⓖ
…