dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
διπλασιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
doppeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διπλασιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdoppeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διπλασιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
duplizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)