dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auseinanderstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abweichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
divergieren
Ⓦ
Ⓖ
…