dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufspalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchtrennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entzweibrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absondern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abtrennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
splittern
Ⓦ
Ⓖ
…