dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διασώζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
retten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διασώζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bergen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διασώζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erretten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διασώζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewahren
Ⓦ
Ⓖ
…