dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βομβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dröhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βουίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dröhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dröhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βουή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dröhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
βουητό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dröhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βροντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dröhnen
Ⓦ
Ⓖ
…