dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προσαύξηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anwachsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ριζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwachsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αυξάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwachsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριζοβολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwachsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)