dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf Reisen sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dahinziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kreuzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wandern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vagabundieren
Ⓦ
Ⓖ
…