dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απωθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απωθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wegstoßen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απωθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απωθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstoßen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απωθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdrängen
Ⓦ
Ⓖ
…