dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entscheiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich entscheiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich entschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ein Urteil fällen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erkennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestimmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
urteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)