dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποκομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdienen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποκομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wegschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewinnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erzielen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκομίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…