dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπάρχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υφίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ύπαρξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποτελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαρτίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συναπαρτίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετυχαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμμονή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)