dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσκτώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αξιοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)