dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αυθεντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
authentisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αυθεντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
echt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αυθεντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirklich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αυθεντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zünftig
Ⓦ
Ⓖ
…