dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verletzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)