dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
τεκτονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tektonisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
αρχιτεκτονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
architektonisch
Ⓦ
Ⓖ
…