dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhäufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufschichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstapeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stauen
Ⓦ
Ⓖ
…