dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstecken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
löten
Ⓦ
Ⓖ
…
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ankleben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anstecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
picken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schweißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich festfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich festkleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stecken bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenkleben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)