dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάνω νηστεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νηστεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
νηστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρακοστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)