dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abtasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fummeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herumtasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streicheln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψηλαφίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tasten
Ⓦ
Ⓖ
…