dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dumm
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
idiotisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unsinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Narr
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dummkopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hirnrissig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Idiot
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
töricht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Torr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανόητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
albern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)