dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausatmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstreichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erlöschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verscheiden
Ⓦ
Ⓖ
…