dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θηλάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
saugen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θηλάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stillen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αποθηλάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…