dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διασκεδαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amüsant
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κωμικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amüsant
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
γουστόζικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amüsant
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψυχαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amüsant
Ⓦ
Ⓖ
…