dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κάνω παζάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schachern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παζαρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schachern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)