dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χρεώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βαρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ενοχοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιβαρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ενοχοποιητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belastend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επαχθής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belastend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επιβαρυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belastend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενάχωρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belastend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενόχωρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belastend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποθηκεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hypothekarisch belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποθηκεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit einer Hypothek belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψυχοπλακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
psychisch belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερφορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überbelasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υπερφορτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überbelasten
Ⓦ
Ⓖ
…