dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ψαύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψαύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leicht berühren
Ⓦ
Ⓖ
…