dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κυματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φυσώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανεμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κυμάτισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φύσημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
ωδίνες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
διαπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchwehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
ωδίνες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geburtswehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξανεμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαλύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwehen
Ⓦ
Ⓖ
…